- μονό-πτερος
μονό-πτερος, einflügelig, in der Baukunst = mit einer Säulenreihe, Vitruv. 4, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-πτερος, einflügelig, in der Baukunst = mit einer Säulenreihe, Vitruv. 4, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοιόπτερος — ὁμοιόπτερος, ον (Α) (για πτηνά) αυτός που έχει όμοιο πτέρωμα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. μονό πτερος] … Dictionary of Greek
μονόπτερος — η, ο (ΑΜ μονόπτερος, ον) (για αρχ. ναό) αυτός που έχει ένα μόνο πτερό*, μία μόνο σειρά κιόνων γύρω από τον σηκό («το Θησείο είναι μονόπτερος ναός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πτερος (< πτερόν «εξωτερική κιονοστοιχία ναού»), πρβλ. δί πτερος,… … Dictionary of Greek