παρ-εις-κρίνω

παρ-εις-κρίνω

παρ-εις-κρίνω, hineinbringen, -schieben, Eust. 263, 6, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • υπερφρονώ — έω, ΜΑ [ὑπέρφρων, ονος] 1. λόγω τής αλαζονείας μου δεν δίνω αρκετή σημασία σε κάτι, περιφρονώ, υποτιμώ (α. «θεοῡ λόγος... οὐδὲ τὸ οἰκετικὸν γένος ὑπερφρονῶν τῆς κλήσεως», Ευσ. β. «ὑπερφρονήσας τὸν παρόντα δαίμονα», Αισχύλ.) 2. υπερέχω, ξεπερνώ… …   Dictionary of Greek

  • ΠΡΟΛΟΓΟΣ —         Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”