βούλημα

βούλημα

βούλημα, τό, das Gewollte, Wille, Absicht, τοῦ νομοϑέτου, κρίσεως, Plat. Legg. VI, 769 d Phil. 41 e; Isocr. 3, 15; Dem. 25, 13; Arist. Eth. 2, 1; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βούλημα — βούλημα, το (AM) [βούλομαι] μσν. συμβουλή αρχ. 1. σκοπός, πρόθεση 2. συναίνεση …   Dictionary of Greek

  • βούλημα — purpose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλημα — το (ψυχολ.) 1. η θέληση, κάθε απόφαση που παίρνει κανείς ύστερα από σκέψη, η βουλητική πράξη. 2. η πρόθεση, ο σκοπός: Το βούλημά του ήταν να σπουδάσει στο εξωτερικό, μα δεν πρόλαβε, γιατί πέθανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βούλημ' — βούλημα , βούλημα purpose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλημάτων — βούλημα purpose neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλήμασι — βούλημα purpose neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλήμασιν — βούλημα purpose neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλήματα — βούλημα purpose neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλήματι — βούλημα purpose neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλήματος — βούλημα purpose neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВОЛЯ — (лат. voluntas, англ. will, ит. volonta, нем. Wille, фр. volonte) специфическая способность или сила, не вполне тождественная разуму или отличная от него. В истории европейской философии понятие В. имело два основных значения: 1) способность… …   Философская энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”