βού-θυτος

βού-θυτος

βού-θυτος, das Rinderopfer betreffend, ἤματα, τιμαί, Aesch. Ch. 259; ἑστία Soph. O. C. 1495; ἐσχάρα Ar. Av. 1232; Aesch. Suppl. 687; ἡμέρα, ἡδονή, Eur. Hel. 1490 Ion 664.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρωτόθυτος — ον, Α αυτός που θυσιάστηκε πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + θυτος (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. βού θυτος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόθυτος — ον, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσει να θυσιάζει συχνά 2. (για τελετές, εορτές) α) αυτός κατά τον οποίο γίνονται θυσίες β) αυτός που τελείται από άτομα που τούς αρέσουν οι θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θυτος (< θύω [Ι]), πρβλ. βού… …   Dictionary of Greek

  • ιπποθυτώ — ἱπποθυτῶ, έω (Α) θυσιάζω ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + θυτώ (< θυτος < θύω [Ι]), πρβλ. βου θυτώ, ξενο θυτώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”