βούβαλις

βούβαλις

βούβαλις, , eine afrikanische Gazellenart, Aesch. frg. 315 Soph. frg. bei Eust.; vgl. Her. 4, 192. Bei Arist. H. A. 3, 6 βουβαλίς, ίδος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βούβαλις — antelope fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβάλει — βούβαλις antelope fem nom/voc/acc dual (attic epic) βουβάλεϊ , βούβαλις antelope fem dat sg (epic) βούβαλις antelope fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβαλίων — βούβαλις antelope fem gen pl (epic doric ionic aeolic) βουβάλιον bracelets neut gen pl βουβάλιος bracelets masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβάλιες — βούβαλις antelope fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβάλιος — βούβαλις antelope fem gen sg (epic doric ionic aeolic) βουβάλιος bracelets masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούβαλιν — βούβαλις antelope fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβάλι' — βουβάλιι , βούβαλις antelope fem dat sg (epic doric ionic aeolic) βουβάλιε , βούβαλις antelope fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) βουβάλια , βουβάλιον bracelets neut nom/voc/acc pl βουβάλιε , βουβάλιος bracelets masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβάλιον — βουβάλιον, το (AM) 1. είδος άγριου αγγουριού 2. πληθ. βουβάλια, τα είδος βραχιολιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι βουβάλιον < βου επιτατικό (< βους) + βάλλω, πιθ. από συσχετισμό προς τη βίαιη πτώση του ώριμου καρπού από το δέντρο με το… …   Dictionary of Greek

  • βουβαλίδα — η (Α βούβαλις [ ιος και ίδος]) μεγάλη αντιλόπη της Αφρικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βουβάλι] …   Dictionary of Greek

  • βούβαλος — Θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των βοοειδών, της τάξης των αρτιοδακτύλων. Από την Ινδία, όπου πρώτα εξημερώθηκε σε αρχαιότατα χρόνια, πέρασε στη Συρία και στις βαλτώδεις περιοχές της Ουγγαρίας και της Βαλκανικής. Ο β. εκτρέφεται για την… …   Dictionary of Greek

  • αλκέλαφος — Γένος θηλαστικών μηρυκαστικών της τάξης των αρτιοδακτύλων, γνωστό παλαιότερα ως βουβαλίς. Περιλαμβάνει διάφορα είδη που ζουν σε περιοχές της Αφρικής. Στην Ερυθραία και στην Αιθιοπία ζει το τορά (αλκέλαφος τορά) που είναι μεγάλη αντιλόπη με κοντό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”