- βού-μασθος
βού-μασθος od. στος, sc. ἄμπελος, ein großtraubiger Wein, Serv. zu Virg. Georg. 2, 102; Macrob. Sat. 2, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βού-μασθος od. στος, sc. ἄμπελος, ein großtraubiger Wein, Serv. zu Virg. Georg. 2, 102; Macrob. Sat. 2, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλόμασθος — μηλόμασθος, ἡ (Μ) αυτή που έχει μαστούς σαν μήλα ως προς το μέγεθος ή το σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + μασθός (< μασθός «στήθος»), πρβλ. βού μασθος, γυναικό μασθος] … Dictionary of Greek