- μούκηρος
μούκηρος, ὁ, lakon. = μύκηρος, nach Ath. II, 53 b, Mandel.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μούκηρος, ὁ, lakon. = μύκηρος, nach Ath. II, 53 b, Mandel.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μούκηρος — μούκηρος, ὁ (Α) (λακων. τ.) βλ. μύκηρος … Dictionary of Greek
μουκηροβαγός — και μουκηρόβατος και μουκηρόβας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καρυοκατάκτης», καρυοθραύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουκηροβαγός < μούκηρος «μαλακό καρύδι» + βαγος(< (F)ἄγος «κλάσμα, θραύσμα» < ἄγνυμι). Το β τού βαγος πιστοποιεί την ύπαρξη F (δίγαμμα)… … Dictionary of Greek
μύκηρος — μύκηρος, λακων. τ. μούκηρος, ὁ (Α) το αμύγδαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα μύσσομαι, μύξα* «βλέννα», λατ. mūcus», «βλέννα», οπότε θα είχε σημ. «μαλακός, βλεννώδης καρπός», άποψη που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ … Dictionary of Greek