- βούφθαλμον
βούφθαλμον, τό, Ochsenauge, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βούφθαλμον, τό, Ochsenauge, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βούφθαλμον — ox eye neut nom/voc/acc sg βούφθαλμος fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουφθάλμου — βούφθαλμον ox eye neut gen sg βούφθαλμος fish masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούφθαλμα — βούφθαλμον ox eye neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλσαμίνη — βαλσαμίνη, η (Α) [βάλσαμον] το βούφθαλμον, ονομασία για διάφορα είδη φυτών με κίτρινα άνθη της οικογένειας των Σκιαδιοφόρων … Dictionary of Greek
βούφθαλμο — το (Α βούφθαλμον) ονομασία διαφόρων φυτών της οικογένειας των Σκιαδοφόρων, με κίτρινα άνθη … Dictionary of Greek
μνησίθεος — I (4ος αι. π.Χ.). Γιατρός που έζησε στην Αθήνα. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανατομική. Προσπάθησε επίσης, με τη συστηματική κατάταξη των νόσων, να διαμορφώσει δικό του νοσολογικό σύστημα. Έγραψε τα έργα: Περί εδεστών, όπου εξετάζει τα τρόφιμα από … Dictionary of Greek
πολυόφθαλμος — ον, Α 1. (για τον Όσιρι) αυτός που έχει πολλά μάτια 2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς, πολλά μπουμπούκια 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυόφθαλμον το φυτό βούφθαλμον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek