- μούσειος
μούσειος, von den Musen; ἕδρα, Eur. Bacch. 408; κέλαδος, Ep. ad. 419 (IX, 372); vgl. Lob. Phryn. 311.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μούσειος, von den Musen; ἕδρα, Eur. Bacch. 408; κέλαδος, Ep. ad. 419 (IX, 372); vgl. Lob. Phryn. 311.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μούσειος — μούσειος, ον, αιολ. τ. μοισαῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες 2. μουσικός 3. φρ. α) «μοισαῑον ἅρμα» το άρμα τής ποίησης β) «μοισαῑος λίθος» μνημείο από άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα (Ι) + κατάλ. ειος (πρβλ. ίππ ειος, κήπ … Dictionary of Greek
Μούσειος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούσειος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοισαῖον — Μούσειος of masc acc sg (aeolic) Μούσειος of neut nom/voc/acc sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοισαῖον — Μούσειος of masc acc sg (aeolic) Μούσειος of neut nom/voc/acc sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοισαίων — Μούσειος of fem gen pl (aeolic) Μούσειος of masc/neut gen pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοισαίων — Μούσειος of fem gen pl (aeolic) Μούσειος of masc/neut gen pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μούσειον — Μούσειος of masc/fem acc sg Μούσειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούσειον — Μούσειος of masc/fem acc sg Μούσειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοισαίαις — Μούσειος of fem dat pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοισαίαις — Μούσειος of fem dat pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)