βού-πεινα

βού-πεινα

βού-πεινα, ἡ, = βουλιμία, Lycophr. 581. 1395.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βούβρωστις — βούβρωστις, η (Α) 1. μεγάλη πείνα, βουλιμία 2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του… …   Dictionary of Greek

  • πολύλιμος — ὁ, Α δυνατός λιμός, μεγάλη πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λιμός «πείνα» (πρβλ. βού λιμος)] …   Dictionary of Greek

  • βούπεινα — βούπεινα, η (Α) βουλιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό (< βους) + πείνα (πρβλ. βούλιμος, βουμελία κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”