- βού-πρωρος
βού-πρωρος, dasselbe, ἑκατόμβη Plut. Symp. 4, 4, 2; nach Hesych. ein Opfer von 100 Schafen, denen ein Ochse vorangeht; ähnl. ϑυσία, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βού-πρωρος, dasselbe, ἑκατόμβη Plut. Symp. 4, 4, 2; nach Hesych. ein Opfer von 100 Schafen, denen ein Ochse vorangeht; ähnl. ϑυσία, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριόπρωρος — κριόπρῴρος, ον (Α) (για πλοίο) κριοπρόσωπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + πρῳρος (< πρώρα), πρβλ. βού πρωρος, ταυρό πρωρος] … Dictionary of Greek
κυανόπρωρος — και κυανοπρῴρειος, ον, θηλ. και κυανοπρώειρα και κυανόπρῴρα (Α) (για πλοίο) αυτός που η πλώρη του έχει μαύρο χρώμα (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε νεὸς κυανοπρῴροιο ἀντίος ἀΐξας», Ομ. Ιλ. β. «τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ… … Dictionary of Greek
ταυρόπρωρος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που ως διακόσμηση τής πλώρης έχει ένα κεφάλι ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + πρῳρος (< πρῷρα «πλώρη»), πρβλ. βού πρῳρος] … Dictionary of Greek
υόπρωρος — ον, Α (για πλοίο) αυτό τού οποίου η πρώρα μοιάζει με το ρύγχος τού χοίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + πρῳρος (< πρῷρα «πλώρη»), πρβλ. βού πρῳρος] … Dictionary of Greek