βλωθρός — βλωθρός, ά, όν (Α) (για δέντρα) ψηλός, μεγαλόπρεπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι ο τ. βλωθρός < *μλωθρός < (ινδοευρ. ρίζα) *melōdh «ύψωμα, κεφάλι» (πρβλ. αρχ. ινδ mūrdhάn «κεφάλι, κορυφή», αγγλοσαξ. molda «κορυφή του… … Dictionary of Greek
βλωθρός — tall masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλωθρά — βλωθρός tall neut nom/voc/acc pl βλωθρά̱ , βλωθρός tall fem nom/voc/acc dual βλωθρά̱ , βλωθρός tall fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλωθροῖο — βλωθρός tall masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλωθρᾶς — βλωθρός tall fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλωθρῆς — βλωθρός tall fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλωθρῇ — βλωθρός tall fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλωθρῇσιν — βλωθρός tall fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλωθρή — βλωθρός tall fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλωθρήν — βλωθρός tall fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
морда — I морда I., укр., блр. морда. Судя по наличию р , заимств. из ир. *mǝrǝδa , ср. авест. ka mǝrǝδa голова , собственно что за голова, отвратительная голова (Бартоломэ 440); родственно др. инд. mūrdhan м. лоб, голова, вершина, верхушка , англос.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера