- μηχί
μηχί, nach οὐχί gebildet, Eubul. B. A. 108, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηχί, nach οὐχί gebildet, Eubul. B. A. 108, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μήχι — (Α) μόριο το οποίο έχει σχέση με το μόριο μη, όπως και το ουχί έχει σχέση με το μόριο ου και το ναιχί με το μόριο ναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μή χι (πρβλ. οὐχί)] … Dictionary of Greek
γε — (δωρ. και βοιωτ. γα) (μόριο) (Α) μόριο με επιτακτική βεβαιωτική ή διασαφητική σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το πιο συχνό από τα επιτατικά μόρια τής αρχαίας, η χρήση τού οποίου αποσκοπεί στην προβολή και έξαρση μιας λέξεως μέσα στην πρόταση. Χαρακτηρίζεται… … Dictionary of Greek