μοχθηρία

μοχθηρία

μοχθηρία, , schlechte Beschaffenheit einer Sache od. Unbrauchbarkeit; ἰατροῦ, Antiph. VI β 4; κυβερνητῶν καὶ ναυτῶν, Plat. Polit. 302 a; sittliche Schlechtigkeit, Ar. Plut. 109. 159; neben ἀδικία, Plat. Apol. 39 c; ἀδοξίαν μοχϑηρίας δεδιότες, Vorwurf eines niedrigen Standes, Phaed. 82 c; Folgde; Ggstz von ἀρετή, Arist. eth. 5, 1 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μοχθηρία — μοχθηρίᾱ , μοχθηρία bad condition fem nom/voc/acc dual μοχθηρίᾱ , μοχθηρία bad condition fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηρίᾳ — μοχθηρίαι , μοχθηρία bad condition fem nom/voc pl μοχθηρίᾱͅ , μοχθηρία bad condition fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηρία — η (ΑΜ μοχθηρία) [μοχθηρός] νεοελλ. μσν. ζήλεια για την ευτυχία τών άλλων, κακεντρέχεια, φθόνος, κακία μσν. αρχ. έλλειψη εμπειρίας ή δεξιότητας, ανικανότητα αρχ. 1. κακή κατάσταση, αθλιότητα 2. φαυλότητα, ηθική εξαχρείωση …   Dictionary of Greek

  • μοχθηρία — η χαιρεκακία, κακία, φθόνος, ζήλια, κακεντρέχεια: Μερικοί συνάδελφοι με κοιτάζουν με μοχθηρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοχθηρίας — μοχθηρίᾱς , μοχθηρία bad condition fem acc pl μοχθηρίᾱς , μοχθηρία bad condition fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηρίαι — μοχθηρία bad condition fem nom/voc pl μοχθηρίᾱͅ , μοχθηρία bad condition fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηρίαν — μοχθηρίᾱν , μοχθηρία bad condition fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηριῶν — μοχθηρία bad condition fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηρίαις — μοχθηρία bad condition fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηρίην — μοχθηρία bad condition fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχθηρίῃ — μοχθηρία bad condition fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”