- μοχλικός
μοχλικός, zum Hebeln, bes. zum Einrenken gehörig, τὸ μοχλικόν, das Buch vom Einrenken der Knochen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοχλικός, zum Hebeln, bes. zum Einrenken gehörig, τὸ μοχλικόν, das Buch vom Einrenken der Knochen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοχλικός — μοχλικός, ή, όν (Α) [μοχλός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοχλό ή στη μόχλευση ή αυτός που είναι κατάλληλος για τον μοχλό ή για τη μόχλευση 2. το ουδ. ως ουσ. Μοχλικόν τίτλος πραγματείας τού Ιπποκράτους σχετικά με την ανάταξη… … Dictionary of Greek
μοχλικῶν — μοχλικός concerning leverage fem gen pl μοχλικός concerning leverage masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλικόν — μοχλικός concerning leverage masc acc sg μοχλικός concerning leverage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλικοῖς — μοχλικός concerning leverage masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλικοῖσιν — μοχλικός concerning leverage masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλικοῦ — μοχλικός concerning leverage masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλικῷ — μοχλικός concerning leverage masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek