- μηχανιώτης
μηχανιώτης, ὁ, poet, = μηχανητής, H. h. Merc. 436.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηχανιώτης, ὁ, poet, = μηχανητής, H. h. Merc. 436.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηχανιώτης — μηχανιώτης, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) επινοητικός, εφευρετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. ιώτης κατά το ἀγγελ ιώτης] … Dictionary of Greek
μηχανιῶτα — μηχανιώτης contriver masc voc sg μηχανιώτης contriver masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek