νηφαλιότης

νηφαλιότης

νηφαλιότης, ητος, ἡ, Nüchternheit, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νηφαλιότητα — η (Α νηφαλιότης) [νηφάλιος] 1. εγκράτεια στο κρασί, αποχή από το κρασί 2. μτφ. πνευματική διαύγεια, καθαρότητα σκέψης, ηρεμία, αυτοκυριαρχία, σωφροσύνη («αντιμετώπισε τους πολιτικούς του αντιπάλους με αξιοθαύμαστη νηφαλιότητα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”