- βουβώνιον
βουβώνιον, τό, Afterart, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βουβώνιον, τό, Afterart, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βουβώνιον — βουβώνιον, το (Α) [βουβών] ονομασία φυτού που το χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία βουβωνικού οιδήματος … Dictionary of Greek
βουβώνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβωνίου — βουβώνιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβωνίῳ — βουβώνιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)