- βουλευμάτιον
βουλευμάτιον, τό, dim. zum vor., Ar. Equ. 100.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βουλευμάτιον, τό, dim. zum vor., Ar. Equ. 100.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βουλευμάτιον — βουλευμάτιον, το (Α) [βούλευμα] βούλευμα … Dictionary of Greek
βουλευματίων — βούλευμα resolution neut gen pl βουλευμάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)