- βουλευτήρ
βουλευτήρ, ῆρος, ὁ, Senator, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βουλευτήρ, ῆρος, ὁ, Senator, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βουλευτήριο — το (AM βουλευτήριον) το κτήριο ή ο χώρος όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές ή τα μέλη συμβουλίου αρχ. 1. το σύνολο των βουλευτών, οι βουλευτές ως σώμα 2. φρ. «δόλια βουλευτήρια» δόλιοι, κακόπιστοι σύμβουλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουλευτήρ (< βουλεύω)… … Dictionary of Greek
βουλευτήριος — βουλευτήριος, ον (Α) ο αρμόδιος ή κατάλληλος να παρέχει συμβουλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουλευτήρ (< βουλεύω) «βουλευτής» (Ησύχ.) ή < βουλευτής] … Dictionary of Greek