- νου-θετικός
νου-θετικός, ή, όν, = νουϑετητικός; Plat. Soph. 230 a; Xen. Mem. 1, 2, 21; auch v. l. bei Plat. a. a. O.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νου-θετικός, ή, όν, = νουϑετητικός; Plat. Soph. 230 a; Xen. Mem. 1, 2, 21; auch v. l. bei Plat. a. a. O.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ατενής — ές (AM ἀτενής, ές) Ι. (για το βλέμμα) ο προσηλωμένος σ ένα σημείο II. επίρρ. ατενώς 1. κατευθείαν, μπροστά αρχ. Ι. 1. εκτεταμένος, τεντωμένος 2. έντονος, ισχυρός 3. ευθύς 4. (για τον ανθρώπινο νου και λόγο) ειλικρινής, τίμιος 5. άκαμπτος,… … Dictionary of Greek