- βου-θερής
βου-θερής, ές, Rinder sömmernd, weidend, λειμών Soph. Tr. 188.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βου-θερής, ές, Rinder sömmernd, weidend, λειμών Soph. Tr. 188.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυθερής — ές, Α (για ζώα) αυτός που τρέφει πολλούς, πολύβοσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θερής (< θέρος, τό), πρβλ. βου θερής] … Dictionary of Greek