- βουλό-μαχος
βουλό-μαχος, Streit wollend, streitsüchtig, Ar. Pax 1259.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βουλό-μαχος, Streit wollend, streitsüchtig, Ar. Pax 1259.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαυσίμαχος — κλαυσίμαχος, ον (Α) (ως κωμ. λογοπαίγνιο τού Αριστοφ. για το όνομα Λάμαχος) αυτός που επιθυμεί σφοδρά να πολεμήσει («υἱὸς Λαμάχου,... εἰ σὺ μὴ εἴης ἀνδρὸς βουλομάχου καὶ κλαυσιμάχου τινὸς υἱός», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ.… … Dictionary of Greek