- βου-θόρος
βου-θόρος, Kühe bespringend, ταῦρος Aesch. Suppl. 297.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βου-θόρος, Kühe bespringend, ταῦρος Aesch. Suppl. 297.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππόθορος — ἱππόθορος, ον (Α) φρ. «ἱππόθορος νόμος» μουσικό κομμάτι που παιζόταν, όταν οχεύονταν οι φοράδες, ως διεγερτικό τής ορμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)* + θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βού θορος, έν θορος(βλ. και ιπποθόρος)] … Dictionary of Greek
ιπποθόρος — ἱπποθόρος, ὁ (Α) (κυρίως για όνο που χρησιμοποιείται για παραγωγή ημιόνων) αυτός που οχεύει φοράδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βου θόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργητική σημασία, εν αντιθέσει προς… … Dictionary of Greek