- βουνίτης
βουνίτης, ὁ, Hügelbewohner, Pan, Zon. 4 (VI, 106). – Aber β. οἶνος, Wein aus βούνιον, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βουνίτης, ὁ, Hügelbewohner, Pan, Zon. 4 (VI, 106). – Aber β. οἶνος, Wein aus βούνιον, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βουνίτης — ο (Α βουνίτης) [βουνός] αυτός που κατοικεί στα βουνά … Dictionary of Greek
βουνίτης — βουνί̱της , βουνίτης dweller on the hills masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνῖτα — βουνίτης dweller on the hills masc voc sg βουνίτης dweller on the hills masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek