βουβάλια

βουβάλια

βουβάλια, τά, eine Art Armbänder, Diphil. bei E. M. 206, 16; vgl. auch Nicostrat. Clem. Al. Pacd. II p. 209.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βουβάλια — βουβάλιον bracelets neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • βαλμάς — ο 1. αυτός που τρέφει άλογα, γαϊδούρια, βόδια, βουβάλια κ.λπ. 2. εκείνος που τρέφει άλογα και τα νοικιάζει για αλώνισμα και άλλες γεωργικές εργασίες 3. αυτός που κατευθύνει τ άλογα κατά το αλώνισμα 4. ο γκιόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • βουβάλιον — βουβάλιον, το (AM) 1. είδος άγριου αγγουριού 2. πληθ. βουβάλια, τα είδος βραχιολιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι βουβάλιον < βου επιτατικό (< βους) + βάλλω, πιθ. από συσχετισμό προς τη βίαιη πτώση του ώριμου καρπού από το δέντρο με το… …   Dictionary of Greek

  • βουβαλάρης — ο αυτός που βόσκει βουβάλια …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • μαλάκα — (Malacca). Χερσόνησος (μήκος 1.120 χλμ.) της Μαλαισίας. Πρόκειται για μια μακριά και στενή γλώσσα γης της νοτιοανατολικής Ασίας, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 200.000 χλμ. Εκτείνεται ανάμεσα στη θάλασσα των Aνταμάν, στον κόλπο του Σιάμ… …   Dictionary of Greek

  • μαλακά — (Malacca). Χερσόνησος (μήκος 1.120 χλμ.) της Μαλαισίας. Πρόκειται για μια μακριά και στενή γλώσσα γης της νοτιοανατολικής Ασίας, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 200.000 χλμ. Εκτείνεται ανάμεσα στη θάλασσα των Aνταμάν, στον κόλπο του Σιάμ… …   Dictionary of Greek

  • αιματοπινίδες — Έντομα ημίπτερα του γένους των ψειρών. Πρόκειται για παράσιτα, των οποίων τα τσιμπήματα προκαλούν έντονη φαγούρα. Τα έντομα αυτά έχουν ρύγχος μεγάλο και γαμψό με το οποίο τρυπούν το δέρμα του θύματός τους, ενώ με την προβοσκίδα τους ρουφούν το… …   Dictionary of Greek

  • ανόα — (anoa). Γένος αρτιοδακτύλων καστανόξανθων θηλαστικών της οικογένειας των βοοειδών. Ζουν στα νησιά της Ινδονησίας. Μοιάζουν με μικρά βουβάλια και έχουν ύψος περίπου 1 μ. Στο κεφάλι έχουν κέρατα που κατευθύνονται προς τα πίσω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”