βουνιάς

βουνιάς

βουνιάς, άδος, ἡ, eine längliche Rübenart, Theophr. u. Nic. bei Ath. IX, 369 b; αἱ ἐκ Θηβῶν Ath. I, 4 c; D. Sic. 3, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βουνιάς — French turnip fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνιάδα — βουνιάς French turnip fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνιάδας — βουνιάς French turnip fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνιάδι — βουνιάς French turnip fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνιάδος — βουνιάς French turnip fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνιάσιν — βουνιάς French turnip fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγριοβλάσταρο — Κοινή ονομασία του φυτού γνωστού επιστημονικώς ως βουνιάς η ερακώδης της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι πόα μονοετής, τριχωτή με αδένες, ύψους 20 60 εκ., και έχει άνθη κίτρινα, με μικρό βότρυ. Οι τρυφεροί βλαστοί του τρώγονται ως λαχανικά στην …   Dictionary of Greek

  • βρούβα — Μονοετής πόα της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία βουνιάς η ερουκώδης. Αναπτύσσει πολύκλαδο στέλεχος ύψους 30 60 εκ., με φύλλα επιφυή, προμήκη, ακέραια ή οδοντωτά, ενώ τα κατώτερα φύλλα είναι πτεροσχιδή, κατά… …   Dictionary of Greek

  • μουνιάς — μουνιάς, ἡ (Α) μουνιαδικόν*, βουνιάς …   Dictionary of Greek

  • μουνιαδικόν — μουνιαδικόν, τὸ (Α) [μουνιάς] το μονοετές ποώδες φυτό βουνιάς, τής οικογένειας τών σταυρανθών, τού οποίου το είδος erucago απαντά και στην Ελλάδα και οι βλαστοί του, γνωστοί ως βρούβες ή αγριοβλάσταρα, τρώγονται ως λαχανικό …   Dictionary of Greek

  • αγριογαλιά — Κοινή ονομασία δύο φυτών. Το ένα είναι η καμπανούλα η κλαδώδης της οικογένειας των καμπανουλιδών. Ο βλαστός της έχει ύψος 30 εκ., με πολλά κλαδιά. Τα κατώτερα φύλλα της είναι μακρουλά και τα ανώτερα ωοειδή. Τα άνθη της είναι ιώδη με μακρύ ποδίσκο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”