- βου-κάπηλος
βου-κάπηλος, ὁ, Ochsenhändler, Poll. 7, 185.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βου-κάπηλος, ὁ, Ochsenhändler, Poll. 7, 185.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιπόλος — αἰπόλος, ο (Α) 1. αιγοβοσκός, γιδοβοσκός 2. στον Ησύχιο «αἰπόλος κάπηλος» η σημ. «κάπηλος» είτε αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία τού ομηρ. χωρίου ρ 247 (Leumann) είτε, το πιθανότερο (Latte), αποτελεί παρανάγνωση τού ἀί πολος (= ἀεί πολος) που θα… … Dictionary of Greek