- βουκολισμός
βουκολισμός, ὁ, v. l. für βουκολιασμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βουκολισμός, ὁ, v. l. für βουκολιασμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βουκολιασμός — και βουκολισμός, ο (Α) [βουκολιάζω, ομαι] το τραγούδισμα βουκολικών ασμάτων … Dictionary of Greek