- μουκηρό-βᾱς
μουκηρό-βᾱς, αντος, ὁ, lakon. = μυκηρόβας, wofür Lob. Phryn. 610 u. parall. 277 μουκηροβάκται vermuthet (von βάγνυμι = ἄγνυμι). Nach Pamphil. Ath. II, 53 b ist μουκηρόβατος lakon., = ἀμυγδαλοκατάκτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουκηρό-βᾱς, αντος, ὁ, lakon. = μυκηρόβας, wofür Lob. Phryn. 610 u. parall. 277 μουκηροβάκται vermuthet (von βάγνυμι = ἄγνυμι). Nach Pamphil. Ath. II, 53 b ist μουκηρόβατος lakon., = ἀμυγδαλοκατάκτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.