- βουκινίζω
βουκινίζω, die Trompete blasen, στρόμβοις Sext. Emp. adv. math. 6, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βουκινίζω, die Trompete blasen, στρόμβοις Sext. Emp. adv. math. 6, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βουκινίζω — (Μ βουκινίζω και βυκανίζω) φυσώ το βούκινο, σαλπίζω … Dictionary of Greek
βουκινίσαι — βουκινίζω blow the trumpet aor inf act βουκινίσαῑ , βουκινίζω blow the trumpet aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκινίζοντες — βουκινίζω blow the trumpet pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαναφυσώ — 1. φυσώ ξανά 2. σαλπίζω πάλι, βουκινίζω ξανά, ηχώ εκ νέου («τα βούκινα ξαναφυσού, οι σάλπιγγες επαίξα κι απ όλους το Ρωτόκριτο στο νίκος εδιαλέξα», Ερωτόκρ.) 3. φυσώ πάλι κάτι, κάνω κάτι να ηχήσει πάλι («ξαναφυσού τσι σάλπιγγες», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek