βου-κόλος

βου-κόλος

βου-κόλος (colo; vgl. δύσκολος u. κόλαξ; nach Athen. 6, 262 a von κόλον = τροφή), ὁ, Rinderhirt; Hom. z. B. Iliad. 13, 571 βουκόλοι ἄνδρες, 15, 587 κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσιν, Odyss. 11, 293 βουκόλοι ἀγροιῶται, 21, 83 βουκόλος; – Folgende; übh. Hirt von größerem Vieh, z. B. ἵππων Ael.; adj., β. δοῦλος Plat. Ion 540 c. – Aesch. Suppl. 552 ist πτερόεις β. eine die Kuh stechende, treibende Bremse. Bei den Gramm. heißt so Theocr., der bukolische Dichter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αιπόλος — αἰπόλος, ο (Α) 1. αιγοβοσκός, γιδοβοσκός 2. στον Ησύχιο «αἰπόλος κάπηλος» η σημ. «κάπηλος» είτε αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία τού ομηρ. χωρίου ρ 247 (Leumann) είτε, το πιθανότερο (Latte), αποτελεί παρανάγνωση τού ἀί πολος (= ἀεί πολος) που θα… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • δικασπόλος — δικασπόλος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που απονέμει το δίκαιο, ο δικαστής 2. φρ. «δικασπόλον σκῆπτρον» σκήπτρο, σύμβολο δικαστικής εξουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικός τ. που απαντά και στους μτγν. ποιητές. Η λ. παρουσιάζει όμοιο σχηματισμό προς τα… …   Dictionary of Greek

  • πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”