- βου-κόρυζα
βου-κόρυζα, ἡ, der gewaltige Schnupfen, Men. bei Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βου-κόρυζα, ἡ, der gewaltige Schnupfen, Men. bei Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βουκόρυζα — βουκόρυζα, η (Α) ισχυρός ρινικός κατάρρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό < βους + κόρυζα «μύξα». Στη λ. βουκόρυζα το α συνθετικό βου έχει τη σημ. «μεγάλος» (πρβλ. βουμελία, βούπαις)] … Dictionary of Greek