βουνός

βουνός

βουνός, , Hügel, nach Her. 4, 199 cyrenäisch u. von den Atticisten verworfen, von Philem. an häufiger, vgl. Eusth. 880, 30 Phryn. 355; Pol. 3, 83; Strab.; bes. LXX. – Odyss. 7, 100 βουνῶν var. lect. für βωμῶν, s. Scholl


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βουνός — hill masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοῦνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνός — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ερμή και της Αλκιδάμειας. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Αιήτης, φεύγοντας από τη χώρα του, του εμπιστεύτηκε τον θρόνο με την εντολή να τον κρατήσει έως την επιστροφή του ή την επιστροφή κάποιου από τους απογόνους του. Ο Β.… …   Dictionary of Greek

  • βουνοῖς — βουνός hill masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνοί — βουνός hill masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνοῦ — βουνός hill masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνούς — βουνός hill masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνῶν — βουνός hill masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνῷ — βουνός hill masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνόν — βουνός hill masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοῦνοι — Βοῦνος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”