- βου-φορβός
βου-φορβός, Rinder weidend, Hirt, Eur. I. T. 237; Prosa, Plat. Polit. 268 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βου-φορβός, Rinder weidend, Hirt, Eur. I. T. 237; Prosa, Plat. Polit. 268 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμηλοφορβός — καμηλοφορβός, ὁ (Μ) καμηλοβοσκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. βου φορβός, ιππο φορβός] … Dictionary of Greek
συοφορβός — και συφορβός, όν, Α εκτροφέας χοίρων, χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. βου φορβός, ιππο φορβός] … Dictionary of Greek
ιπποφορβός — ἱπποφορβός, όν (Α) 1. αυτός που τρέφει, που διατηρεί ίππους, ιπποτρόφος 2. φρ. «αὐλὸς ἱπποφορβός» αυλός από φλούδα δάφνης, τον οποίο μεταχειρίζονταν οι ιπποφορβοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φορβός (< φέρδω «τρέφω»), πρβλ. βου φορβός] … Dictionary of Greek