- βουτῡρο-φάγος
βουτῡρο-φάγος, od. -φάγας, ὁ, Butteresser, Anaxandr. bei Ath. IV, 131 b, nach Emend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βουτῡρο-φάγος, od. -φάγας, ὁ, Butteresser, Anaxandr. bei Ath. IV, 131 b, nach Emend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυροφάγος — α, ο / τυροφάγος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν νεοελλ. μσν. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τυροφάγος (ενν. εβδομάδα) η εβδομάδα μετά την Κυριακή τής Αποκριάς κατά την οποία δεν επιτρέπεται στους χριστιανούς τής Ορθόδοξης Εκκλησίας να τρων κρέας, αλλά… … Dictionary of Greek