μουσ-ῳδός

μουσ-ῳδός

μουσ-ῳδός, singend, dichtend, Maneth. 5, 143.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προωδός — η / προῳδός, ΝΑ νεοελλ. στροφή που χρησιμεύει ως προεισαγωγή σε άσμα αρχ. 1. μουσ. προοίμιο, προανάκρουσμα 2. βραχύς στίχος πριν από έναν ή περισσότερους μακρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. παρ ῳδός] …   Dictionary of Greek

  • φωνωδία — η, Ν μουσ. η τέχνη ή η ενέργεια τού να τραγουδάει κανείς χωρίς να προφέρει τις λέξεις, να τραγουδάει χωρίς λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ωδία (< ωδός < ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. ψαλμ ωδία. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. vocalisation και… …   Dictionary of Greek

  • νυκτωδία — η 1. νυχτερινό τραγούδι 2. μουσ. είδος μουσικής σύνθεσης με βραδύ ρυθμό, γλυκιά και μελαγχολική, αλλ. νοτούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + ωδία (< ωδός < ᾠδή). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • τριωδία — η, Ν μουσ. μουσική σύνθεση για τρεις φωνές ή για τρία όργανα, κν. τρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ωδία (< ωδός < ωδή), πρβλ. τετρα ωδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”