- μουσ-ηγέτης
μουσ-ηγέτης, ὁ, gew. in dor. Form μουσαγέτης (w. m. s.), vgl. Lob. Phryn. 430.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουσ-ηγέτης, ὁ, gew. in dor. Form μουσαγέτης (w. m. s.), vgl. Lob. Phryn. 430.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek