- μουσο-χαρής
μουσο-χαρής, ές, sich der Musen od. Musenkünste freuend, βίοτος, Qu. Maec. 1 a (IX, 411).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουσο-χαρής, ές, sich der Musen od. Musenkünste freuend, βίοτος, Qu. Maec. 1 a (IX, 411).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νευροχαρής — νευροχαρής, ές (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται με τη νευρά τού τόξου ή με τη χορδή λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + χαρής (< χαίρω), πρβλ. λιμνο χαρής, μουσο χαρής] … Dictionary of Greek