- μουσο-τραφής
μουσο-τραφής, ές, von den Musen erzogen, Eust. 124, 25; vgl. Lob. Phryn. 577.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουσο-τραφής, ές, von den Musen erzogen, Eust. 124, 25; vgl. Lob. Phryn. 577.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευτραφής — ές (ΑΜ εὐτραφής, ές) καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος αρχ. 1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη 2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές η ευτροφία. επίρρ... ευτραφώς (ΑΜ… … Dictionary of Greek
οικοτραφής — οἰκοτραφής, ές (Α) αυτός που ανατράφηκε στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + τραφής (< τρέφω), πρβλ. μηρο τραφής, μουσο τραφής] … Dictionary of Greek
μηροτραφής — και μηροτρεφής, ές (Α) (ως επίθ. τού Διονύσου) αυτός που έχει τραφεί μέσα στον μηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + τραφής και τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μουσο τραφής] … Dictionary of Greek