- νουσαλέος
νουσαλέος (ion. u. poet. für νοσαλέος, welches nicht vorkommt), kränklich, krank, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νουσαλέος (ion. u. poet. für νοσαλέος, welches nicht vorkommt), kränklich, krank, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νουσαλέος — νουσαλέος, α, ον (Α) νοσηρός, νοσώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + κατάλ. αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, θαρρ αλέος)] … Dictionary of Greek
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek