- παρ-εμ-φράττω
παρ-εμ-φράττω, dabei einstopfen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εμ-φράττω, dabei einstopfen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek