μουστάκια

μουστάκια

μουστάκια, τά, eine Art Gebäck, das lat. mustacea, ἐξ οἰνομέλιτος, Ath. XIV, 647 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μουστάκια — μουστάκιον mustacea neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενιά — Το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν στα μάγουλα και στο πιγούνι των ανδρών. Δεν είναι εξακριβωμένη η εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος άρχισε να ξυρίζεται, αλλά τα αιγυπτιακά μνημεία των πρώτων δυναστειών που απεικονίζουν πρόσωπα τελείως ξυρισμένα… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • πούριον — τὸ, Α είδος γλυκίσματος («μουστάκια ἐξ οἰνομέλιτος, μουστάκια σησαμᾱτα, κλοῡστρον πούριον», Χρύσ. Τυαν.) …   Dictionary of Greek

  • άγανο — το 1. η βελονοειδής απόφυση τού σταχιού τών αγρωστοειδών (σταριού, βρόμης κ.λπ.), ο αθέρας, κν. μουστάκια 2. λεπτό κόκκαλο ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἄκανος (= ακανθώδης κεφαλή μερικών καρπών και είδος αγκαθιού)] …   Dictionary of Greek

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

  • γουλιανός — Ψάρι της οικογένειας των σιλουριδών, της τάξης των oσταριοφύσων τελεοστέων. Είναι μεγαλόσωμο ψάρι που ζει στο γλυκό νερό. Το σώμα του έχει μήκος από 1 έως 3 και σπάνια 4 μ. και απολήγει σε στρογγυλό ουραίο πτερύγιο· το δέρμα του είναι μαλακό,… …   Dictionary of Greek

  • μαυρομούστακος — η, ο αυτός που έχει μαύρα μουστάκια …   Dictionary of Greek

  • μουστάκι — το (ΑΜ μουστάκιον, Μ και μουστάκι και μουστάκιν) νεοελλ. η υπήνη τού προβόλου τών ιστιοφόρων νεοελλ. μσν. 1. το σύνολο τών τριχών που φύονται στο άνω χείλος 2. στον πληθ. τα μουστάκια α) οι σκληρές μακριές τρίχες που φέρουν τα θηλαστικά και… …   Dictionary of Greek

  • μπαρμπούνι — το ζωολ. γενική κοινή ονομασία εύγευστων ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. barbon < barba «γένι» επειδή αυτό το ψάρι έχει στο άνω χείλος τέσσερα νημάτια που μοιάζουν με μουστάκια] …   Dictionary of Greek

  • μπουρμάς — ο 1. κρουνός, κάνουλα 2. υβριστικός χαρακτηρισμός από τους Τούρκους στην Κρήτη για τους χριστιανούς εξωμότες, επειδή είχαν στριμμένα μουστάκια παρά την τουρκική συνήθεια 3. δειλός, φοβιτσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. burma < burmak «στρίβω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”