- βοτής
βοτής, ὁ, = βοτήρ, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοτής, ὁ, = βοτήρ, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βότης — goat pasture masc nom sg βοτέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτῶν — βότης goat pasture masc gen pl βοτέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) βοτόν beast neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότου — βότης goat pasture masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότ' — βότα , βότης goat pasture masc voc sg βότα , βότης goat pasture masc nom sg (epic) βόται , βότης goat pasture masc nom/voc pl βότᾱͅ , βότης goat pasture masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότα — βότᾱ , βότης goat pasture masc nom/voc/acc dual βότης goat pasture masc voc sg βότᾱ , βότης goat pasture masc gen sg (doric aeolic) βότης goat pasture masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποβότης — ἱπποβότης, ὁ (Α) 1. αυτός που τρέφει ίππους 2. στον πληθ. (στη Χαλκίδα και γεν. στην Εύβοια) οἱ ἱπποβόται ονομασία τών ευγενών, φορέων τής ολιγαρχίας («ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + βότης (< βόσκω), πρβλ. αιγι… … Dictionary of Greek
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
μηλοβότης — μηλοβότης, δωρ. τ. μηλοβότας, ὁ (Α) ποιμένας προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + βότης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βότης] … Dictionary of Greek
ορφοβότης — ὀρφοβότης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) επίτροπος ορφανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀρφος (βλ. λ. ορφανός) + βότης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βότης] … Dictionary of Greek
συβώτης — και δ. γρ. συβότης, ό, θηλ. συβώτρια, Α χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + βώτης / βότης (< βόσκω), πρβλ. ἱππο βώτης / ἱππο βότης. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. suqota)] … Dictionary of Greek
υοβότης — Α (κατά τον Ησύχ.) ὑοβοσκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + βότης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βότης] … Dictionary of Greek