- μοτώ
μοτώ, ἡ, eine Art Zimmt, Arr. peripl. Erythr. p. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοτώ, ἡ, eine Art Zimmt, Arr. peripl. Erythr. p. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοτώ — (I) μοτῶ, όω (Α) [μοτός] θέτω μοτό πάνω σε τραύμα. (II) μοτώ, ἡ (Α) είδος κινναμώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
μοτῶ — μοτός tent masc gen sg (doric aeolic) μοτόω plug a wound with lint pres subj act 1st sg μοτόω plug a wound with lint pres ind act 1st sg μοτώ cinnamon fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) μοτώ cinnamon fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοτώ — μοτός tent masc nom/voc/acc dual μοτώ cinnamon fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοτῷ — μοτός tent masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοτώδης — μοτώδης, ῶδες (Α) [μοτώ (II)] όμοιος με τη μοτώ (II)* … Dictionary of Greek
διαμοτώ — διαμοτῶ, όω (Α) [μοτώ] τοποθετώ ξαντό σε πληγή για να αποφευχθεί η περαιτέρω μόλυνση … Dictionary of Greek
μότημα — μότημα, τὸ (Α) [μοτώ (Ι)] επίδεσμος από λινό ύφασμα 2. κατάστημα ή αποθήκη λινών υφασμάτων, ασπρόρουχων … Dictionary of Greek
μότωμα — μότωμα, τὸ (Α) [μοτώ (Ι)] 1. μοτός κατασκευασμένος για τραύματα 2. στουπί, πλέγμα λινών νημάτων για τοποθέτηση πάνω σε τραύματα … Dictionary of Greek
μότωσις — μότωσις, ἡ (Α) [μοτώ (Ι)] τοποθέτηση μοτού … Dictionary of Greek
περιμοτώ — όω, Α σκεπάζω πληγή με μοτό, τοποθετώ ξαντό πάνω στην πληγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μοτῶ (< μοτός «νήματα λινού υφάσματος»)] … Dictionary of Greek
μοτοῖ — μοτόω plug a wound with lint pres ind mp 2nd sg μοτόω plug a wound with lint pres opt act 3rd sg μοτόω plug a wound with lint pres ind act 3rd sg μοτώ cinnamon fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)