βοτέομαι, = βόσκομαι, Nic. Th. 394; frg. Ath. XV, 683 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοτέομαι — (Α) [βοτόν] βόσκομαι … Dictionary of Greek
βοτόν — βοτόν, το (Α) 1. βόσκημα, ζώο 2. πληθ. βοτά, τα χορτοφάγα ζώα (και, σπανιότερα, πουλιά ή ψάρια). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βο , βόσκω. ΠΑΡ. βοτάνη αρχ. βοτέομαι] … Dictionary of Greek