βοτάνη

βοτάνη

βοτάνη, , Futter-, Weidekraut, bei Sp. = Pflanze: Hom. zweimal, Odyss. 10, 411 βοῠς ἀγελαίας, ἐλϑούσας ἐς κόπρον, ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται; Iliad. 13, 493 ὡς εἴ τε μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα πιόμεν' ἐκ βοτάνης, entweder = vom Weideplatze fort, räumlich, oder zeitlich, = nach dem Weiden, nachdem sie gefressen; Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἐκ βοτάνης ἐστὶ μετὰ τὴν βόσκησιν, ὡς λέγομεν »ἐξ ἀρίστου παρέσομαι« ἀντὶ τοῠ μετὰ τὸ ἄριστον. Vgl. Odyss. 10, 159 ὁ μὲν ποταμόνδε κατήιεν ἐκ νομοῠ ὕλης πιόμενος; Iliad. 16, 365 ὡς δ' ὅτ' ἀπ' Οὐλύμπου νέφος ἔρχεται οὐρανὸν εἴσω αἰϑέρος ἐκ δίης, ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ, d. h. nachdem unmittelbar vorher noch klare Luft, heiteres Wetter gewesen war. – Pind. N. 6, 43 βοτάνα τέ νιν πόϑ' ἁ λέοντος νικάσαντ' ἔρεφ' ἀσκίοις Φλιοῠντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν, Selinon; Eur. Cycl. 45: frgm. Phaeth. 2, 29; Theocrit. 28, 12; Att. Prosa, z. B. Plat. Prot. 321 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βοτάνη — pasture fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτάνῃ — βοτάνη pasture fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτάνη — η (AM βοτάνη) 1. χορτάρι, κατάλληλο κυρίως για ζωοτροφή 2. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο μσν. νεοελλ. 1. μαγικό βότανο 2. πυρίτιδα, μπαρούτι αρχ. 1. τόπος βοσκής, λιβάδι 2. αγριόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοτόν. ΠΑΡ. βοτάνι ( ιον), βοτανίζω,… …   Dictionary of Greek

  • βοτάναι — βοτάνη pasture fem nom/voc pl βοτάνᾱͅ , βοτάνη pasture fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτανῶν — βοτάνη pasture fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτάναις — βοτάνη pasture fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτάναισι — βοτάνη pasture fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτάνην — βοτάνη pasture fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτάνης — βοτάνη pasture fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτάνῃσι — βοτάνη pasture fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτάνῃσιν — βοτάνη pasture fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”