- βοτανη-φάγος
βοτανη-φάγος, Gras fressend, Opp. H. 3, 424.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοτανη-φάγος, Gras fressend, Opp. H. 3, 424.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοτανηφάγος — βοτανηφάγος, ον (AM) (Μ και βοτανοφάγος, ον) χορτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοτάνη + φάγος < (θ.) (φαγ , έφαγον (αόρ. β του εσθίω)] … Dictionary of Greek