- βοτανισμός
βοτανισμός, ὁ, das Ausjäten des Unkrauts, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοτανισμός, ὁ, das Ausjäten des Unkrauts, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοτανισμοῦ — βοτανισμός weeding masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτάνισμα — το (Μ βοτανισμός, ο) [βοτανίζω] το ξερίζωμα των άγριων φυτών από καλλιεργημένη περιοχή … Dictionary of Greek