νοτισμός, ὁ, Anfeuchtung, Phot. cod. 242.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοτισμός — ο (ΑΜ νοτισμός) [νοτίζω] νότισμα, ύγρανση μσν. αρχ. εμπότιση αντικειμένων σε νερό ή σε άλλο υγρό, διαβροχή … Dictionary of Greek
νοτισμοῦ — νοτισμός wetting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)